Ένας φίλος μου έπεσε σε λούκι και
με ρώτησε τι να κάνει, πώς ν’ αντιδράσει δηλαδή. Δεν ξέρω αν τον βοήθησε, αλλά
εγώ του είπα την εξής ιστορία…
Θα ήμουν δέκα χρονώ, άρα πρέπει
να συνέβη το 1961-62. Καλοκαίρι, καύσωνας, ο καταβρεχτήρας του δήμου Αιγάλεω
μόλις είχε περάσει από τους χωμάτινους δρόμους. Απόγευμα. Οι γειτόνισσες, στην
αυλή του πατρικού σπιτιού μου, στην οδό Πλατωνος, σχολίαζαν το θλιβερό
περιστατικό. Ο κυρ Σ. γύρισε σπίτι του πιωμένος κατά τα χαράματα, παραπάτησε κι
έπεσε μέσα στον βόθρο. Πολλοί βόθροι έμεναν τότε ανοιχτοί, ώσπου να βρεθούν τα
χρήματα “για να ρίξουν πλάκα”. Ο κυρ Σ. αναλήφθηκε στους ουρανούς. “Δε φώναξε
να τον σώσουν;” ρώτησε η κυρά Νίκη. “Φώναξε και σπάραξε” απάντησε η Κωστούλα, η
γυναίκα του μαραγκού, “αλλά δεν τον πρόλαβαν…”. Τότε πετάχτηκε η Μαρία, η νονά
μου, μια απλή γυναίκα από την Κύθνο. “Ξέρετε κάτι;” είπε. “Καλύτερα να ’μενε
ακίνητος. Όσο περισσότερο κινείσαι μέσα στα σκ. τόσο περισσότερο βυθίζεσαι!”