«Αυτοί που τώρα μας κουνάνε το δάχτυλο και μας εγκαλούν για διαφθορά ή για φοροδιαφυγή ή για σπατάλες του δημοσίου, πρόσφατα δεν μας άφησαν να καθαρίσουμε τους στάβλους μας»
Με το νόμο για την επαναλειτουργία της ΕΡΤ, έγινε ένα πρώτο
βήμα στη σωστή κατεύθυνση, αλλά πολύ απέχουμε από το να έχουμε τερματίσουμε το σκάνδαλο που αποτελεί η λειτουργία
της τηλεόρασης στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες. Δεν βλέπουν το σκάνδαλο
όσοι τρέφονται και πλουτίζουν από αυτό. Μέσω της πίεσης που ασκούν με την
τηλεόραση που ελέγχουν, στις
κυβερνήσεις, κάποιοι εξασφαλίζουν
λεόντειες συμφωνίες εις βάρος του δημοσίου. Κι επειδή το χρήμα είναι πολύ,
κάποιοι πίστεψαν ότι μπορούν να μετατρέψουν το σκάνδαλο σε θεσμό.
Για να τερματιστεί αυτή η κακή χρήση της τηλεόρασης (και
γενικά των μέσων ενημέρωσης) αρκούν τρία
βήματα σε νομοθετικό επίπεδο. Μετά πρέπει να δουλέψουμε όλοι μαζί, για
μερικά χρόνια ώστε να εφαρμοστούν στην
πράξη αυτά που νομοθετήσαμε.
Το πρώτο βήμα
έγινε με το νόμο για την ΕΡΤ και με την πρόβλεψη ότι η ψηφιακή πλατφόρμα της
ΕΡΤ θα αποτελέσει εναλλακτική δυνατότητα για τους περιφερειακούς σταθμούς οι
οποίοι είχαν εγκλωβιστεί στην πανάκριβη πλατφόρμα της ιδιωτικής DIGEA. Θα ακυρωθεί όμως και
αυτό μακροπρόθεσμα αν δεν γίνουν τα επόμενα βήματα.
Η χορήγηση των νόμιμων και οριστικών αδειών λειτουργίας μαζί
με τις συχνότητες μετά από διαγωνισμό, είναι το επόμενο βήμα που θα αποφέρει και έσοδα στο δημόσιο, συνεπώς
συνδέεται και με την οικονομική κατάσταση της χώρας.
Το τρίτο βήμα που
αν δεν γίνει θα χαθούν μακροπρόθεσμα και τα δύο προηγούμενα, είναι η ψήφιση με
συναίνεση όλων των κομμάτων ενός νέου νόμου «περί βασικού μετόχου» των ενημερωτικών ομίλων ώστε να
απελευθερωθεί και η τηλεόραση, αλλά και η αγορά από τους αετονύχηδες.
Ιδού τα γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος: Από την
πρωθυπουργική απειλή της συντριβής των «νταβατζήδων»
όπως είχε αποκαλέσει αυθόρμητα ο ενθουσιώδης τότε νέος πρωθυπουργός της χώρας
τους Βαρώνους του Τύπου, φτάσαμε το 2005
σε μια άνευ όρων υποχώρηση της
κυβέρνησης η οποία με τη διαδικασία του κατεπείγοντος ακύρωσε το νόμο που είχε
ψηφίσει μετά τις αντιδράσεις όχι μόνον των μέσων ενημέρωσης αλλά και της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ψήφισε έναν
αντισυνταγματικό νόμο, υπακούοντας στα συμφέροντα και στην Κομισιόν, και έβαλε
στο ψυγείο το άρθρο 14 παράγραφος 9 του Συντάγματος το οποίο ορίζει ότι η
ιδιότητα του ιδιοκτήτη μέσου μαζικής ενημέρωσης είναι ασυμβίβαστη με την
ιδιότητα του ιδιοκτήτη εταιρίας που αναλαμβάνει προμήθειες του δημοσίου.
Εκ των υστέρων, το 2008 το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων έκρινε ότι ο νόμος περί βασικού μετόχου ήταν σύμφωνος με το
κοινοτικό δίκτυο, ότι σωστά το κράτος είχε επιβάλει περιορισμούς και ότι το
ελληνικό Σύνταγμα δεν έπρεπε να αγνοηθεί ή να υποχωρήσει απέναντι των απόψεων
της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Έκτοτε και η ΕΕ υιοθέτησε νέους περιορισμούς με
αφορμή την περίπτωση Μπερλουσκόνι. Το 2014 η ΝΔ επανέφερε το θέμα του βασικού
μετόχου, με τις προτάσεις για μια συνταγματική αναθεώρηση τις οποίες παρουσίασε
τότε ο επικεφαλής της επιτροπής και ήδη
Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, ο οποίος είχε υποστηρίξει και το
νόμο περί βασικού μετόχου επί κυβέρνησης Καραμανλή.
Σύμφωνα με τις δηλώσεις του κ. Παυλόπουλου, αν και το 2005
δεν μας άφησε η Κομισιόν, εκ των υστέρων το Ευρωπαϊκό δικαστήριο δικαίωσε στη
συντριπτική του πλειοψηφία το νόμο περί βασικού μετόχου πλην του σημείου για τα
συγγενικά πρόσωπα.